Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Α?

 Μου έδωσες τις πιο ταραγμένες σου μέρες να τις πάρω, να τις κάνω ζωή. Με άγγιξες και μου ψιθύρισες «κάνε με ελεύθερο». Έχασες το όνειρο, έχασες το μυστικό σου και νόμισες οτί μ’ένα φιλί θα το ξαναφυλάκιζες στην ψυχή σου.
 Σου έδωσα τη ζωή και σου έμαθα να την διατηρείς όμορφη και αγνή. Σε άφησα να πετάξεις για να νοιώσεις την ελευθέρια να σε περιλούζει και τέλος σε φίλησα ένα βράδυ, τσακισμένος από την προσπάθεια να στα δώσω όλα και στα άφησα όλα. Έφυγα...
 Τώρα δε ξέρω που είσαι, αν βρήκες το όνειρο και το μυστικό σου, την ζωή που πάντα ήθελες. Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι την ημέρα που έφυγα και σε άφησα, το όνειρο μου γκρεμίστηκε και το μυστικό μου έμεινε βαθιά μεσ’την πνοή σου. Ελπίζω μια μέρα που το φως θα δίνει την σκυτάλη στο σκοτάδι, ο αναστεναγμός σου να είναι τόσο δυνατός ώστε να φτάσει κοντά μου, να γίνει ένα με την αναπνοή μου για να θυμηθώ το μυστικό μου. Έχω  ξεχάσει.





























Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Σεξ με αέρα


 Το όνομα μου είναι Κρήνος, Μπάμπης Κρήνος. Η ιστορία είναι απλή αλλά περίεργη. Βρίσκομαι σε ένα motel κάπου στην Αθηνάς ξαπλωμένος σε αυτό που λέμε κρεβάτι, αλλά για την στιγμή το ονομάζω λίμνη αίματος και περιμένω να συνέλθω από το σοκ. Το κεφάλι μου πονάει φριχτά, σαν να με έχει χτυπήσει ουρακοτάγκος επιπέδου άπειρου και στο χέρι μου , συγκεκριμένα στον ώμο, υπάρχει μια ‘’μέλισσα’’ 3mm. Το δωμάτιο είναι μπουρδέλο, αν και τα σημερινά μπουρδέλα δεν δικαιολογούν αυτή την φράση, και ο φωτισμός του έντονος, μου χαλάει την ηρεμία των ματιών.
 Είχα πάει από το bar της Φωτεινής στο Θησείο να πιω το καθιερωμένο ποτό, Jack Daniels Tennessee Whiskey. Παραγγέλνω λοιπόν και αράζω. Μετά από λίγη ώρα μπαίνει στο μαγαζί μια γυναίκα, από αυτές τις διαστημικές. Το τσαντάκι της ανεμίζει γύρω γύρω και το κεφάλι της κινείται αριστερά,δεξιά , ξεκάθαρο δείγμα οτί ψάχνει παρέα. Τελικά προχωράει προς το μέρος μου και θρονιάζεται δίπλα. Το φόρεμα της είναι μαύρο και καθόλου διακριτικό στα σημεία του στήθους και των ποδιών. Επίσης με το μακιγιάζ έχει τονίσει τα μάτια και τα χείλη της. Με εντυπωσιάζουν οι ασημί μπότες της που καλύπτουν σχεδόν τα κάτω άκρα, τα οποία είναι ατέλειωτα. Χωρίς πολλές ντροπές αρχίζουμε το μπλα μπλα. Ήξερα τι ήθελε από την αρχή.
 Μετά από αρκετές ώρες και αφού είχαμε πιει 5-6 ποτά ο καθένας κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο, σαν δυό μεθυσμένοι φίλοι, αγκαλιασμένοι και γελώντας. Βγαίνοντας στο δρόμο η σκληρή μα καθόλου άσχημη πραγματικότητα μας συνάντησε. Αλλοδαπές γυναίκες που περίμεναν κάποιον για να βγάλουν το νυχτοκάματο και παιδιά που έπαιρναν την δόση τους ήταν οι πρώτες εικόνες. Όμως ξέραμε προς τα που να κινήσουμε. Στο πρώτο βρώμικο και φθηνό motel για να ξεκαυλανιάσουμε.
 Βρήκαμε λοιπόν το δρόμο μας και μπουκάραμε στο χώρο που περιέγραψα στην αρχή. Νοικιάζουμε ένα δωμάτιο για λίγες ώρες και κάνουμε την είσοδο μας στο ασανσέρ. Χαμούρεμα, ζαλάδα, 3ος όροφος. Βρίσκουμε το δωμάτιο που μας αντιστοιχούσε και μπαίνουμε.
-Που με έφερες ρε...;
-Μπάμπης μωρό μου, Μπάμπης Κρήνος. Και σε έφερα εκεί που ήθελες.
-Ναι αυτή είναι η αλήθεια, εδώ ήθελα να με φέρεις.
-Εγώ θα σε λέω Ούμπι. Σε πειράζει;
-Καθόλου, αρκεί να μείνω ευχαριστημένη.
 Ετοίμαζα τα ποτάκια και νοιώθω τα χέρια της Ούμπι  χαμηλά, έτοιμα για χτύπημα κάτω από την ζώνη.
 Χωρίς πολλά πολλά μου τον πιάνει ξεδιάντροπα και αρχίζει να με γδύνει.  Σε λίγα δευτερόλεπτα είμαστε και οι δύο γυμνοί μπροστά από τον καθρέπτη του δωματίου και πειραζόμαστε. Κάποια στιγμή, που ήμασταν στην οριζόντια θέση συνειδητοποιώ, γαμώ την τύχη μου, ότι δεν έχω ΜΠΕΜΠΕΚΑ. Ξανά μανά να ντυθώ και να κατέβω κάτω.
-Γρήγορα, δεν αντέχω, μου λέει με πνιχτή φωνή. Βγαίνω από το δωμάτιο μεθυσμένος και κόκκινος από την όλη φάση.
 -Εεεεε, που πας συ ρε; μου λέει ο άντρας στη ρεσεψιόν.
-Έρχομαι, έρχομαι, φωνάζω.
  Βρίσκομαι λοιπόν στην οδό Αθηνάς ψάχνοντας περίπτερο. Κοιτάζω γύρω μου αλλά δεν φαίνονταν να υπάρχει κάτι εκεί κοντά. Αρχίζω και περπατάω κατά μήκος της οδού αλαφιασμένος. Καθώς πήγαινα συνειδητοποίησα οτί κάτι δεν κολλούσε στο σκηνικό. Γυρνάω προς όλες τις κατευθύνσεις σαν χαμένος και μένω έκπληκτος. Όλα είχαν γυρίσει τούμπα. Ναι, όλα ανάποδα. Σπίτια, δέντρα, αμάξια, οι άνθρωποι περπατούσαν με το κεφάλι.
«Τι παίχτηκε εδώ ρε πούστη μου,» σκέφτομαι. «Τόσο πολυ έχω πιεί.» Μπροστά μου, στα 200μ., ένα ανάποδο περίπτερο με το άνοιγμα όμως του ταμείου προς τα πάνω. «Πόσο έχω πιεί;» «Καλά, τόσο μαλάκας είμαι;» σκέφτομαι πάλι. Όπως σκεφτόμουν, ξαφνικά, εμφανίζεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος, περπάταγε ακόμα με τα πόδια όπως και εγώ.
-Επ, είσαι και εσύ κανονικός ακόμα, μου λέει.
-Ε, ναι. Παράξενο;
-Καλά, δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου;
-Τι γίνεται; του λέω για να τσεκάρω αν είμαι καλά.
-Όλα αιωρούνται. Και πράγματι όλα ήταν στον αέρα και όχι ανάποδα, απλά έτυχε να δω αρκετά από αυτά ανάποδα.
-Ναι ε; Τι λες; Και γιατί εμείς δεν αιωρούμαστε; Μήπως είμαστε οι μαλάκες της υπόθεσης;
-Σσσς, μη μας ακούσουν και μας αεροποιήσουν.
-Τι να μας κάνουν; Να μας αερογαμήσουν; Η επίδραση του αλκοοοοοοόλ ήταν πλέον στο κορύφωμα.
-Έχουν βάλει σε όλα ένα ειδικό αέριο για να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα. Πάντα μέχρι τα 50μ.. Αν ανεβάσουν το όριο τα πάντα θα σκάσουν και θα χαθεί ο κόσμος.
-Μήπως να το παίξω Mr.Krinoman να τα γαμήσω όλα να κατέβουν;
-Χμμ, δεν είναι εύκολο, δεν ξέρω, παώ να κρυφτώ, κρύψου και εσύ γεια. Και έφυγε πανικοβλημένος.
 Ρε γαμώ τα πάντα, ένα γαμισάκι έβαλα μπροστά και θα μου το βγάλουν ξινό οι καριόληδες, οι αερογαμιάδες; σκέφτηκα. Άρχισα να φωνάζω στον περιπτερά γιατί νόμιζα ότι όλα ήταν ένα όνειρο.
-Εεε, μπορείτε να μου πετάξετε ένα κουτάκι προφυλακτικά;
-Έχεις αερολεφτά ή θα μου τα πρήξεις και εσύ στο παρακαλητό; Και άρχισε να με δουλεύει: Ε, σας παρακαλώ μια πίστωση...Πωπω και άλλος αερομαλάκας, είπα από μέσα μου.
-Τι είναι αυτά πάλι;
-Όπως το ακούς, χρήματα που αιωρούνται, πάνε εκείνα τα παλιά είναι άχρηστα.
-Ρεεε πέτα μου ένα γαμημένο κουτάκι μην ανέβω απάνω.
-Χα χα, προσπάθησε. Ε, ρε που έμπλεξα,  είπα. Δε γαμιέται, θα γαμήσω έτσι αν υπάρχει ακόμα η γκόμενα και δεν έχει γίνει φουσκωτή και αυτή.

Διαφήμιση
‘’Είστε καυλιάρης; Θέλετε διαρκώς να κάνετε έρωτα; Να χύνετε όλο τον ντούνια; Τι σας φταίνε οι άλλοι; Γαμήστε άφοβα με προφυλακτικά ‘’Παράδεισος’’. Πρώτα ο συνάνθρωπος...’’

 Προχωρούσα προς το motel και όλα γύρω μου πετούσαν. Έφτασα στην είσοδο και ξαφνικά άρχισα να πέφτω. Δεν θα γαμήσω σκέφτηκα. Κατέληξα κάπου και έχασα τις αισθήσεις μου. Παφφφφφφ....
 Όταν ξύπνησα ήμουν στο δωμάτιο του φθηνού, βρώμικου motel που όλα άρχισαν. Σίγουρα δεν γάμησα και πιο σίγουρα δεν θα γαμούσα ποτέ. Ρούχα, πορτοφόλια και γκόμενα εξαφανισμένα. Προφανώς με είχε πυροβολήσει και χτυπήσει με κάποιο γυναικείο σιδερικό. Μετά από αρκετή ώρα σηκώθηκα, τύλιξα το σεντόνι γύρω μου, αγρίεψα την έκφραση μου, σαν να μην τρέχει τίποτα, και ξεκίνησα για το τσαρδί μου. Το όνομα μου είναι Κρήνος, Μπάμπης Κρήνος και όλα αυτά μεταξύ μας.


Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Αόρατος Εχθρός

-Έχεις δει πότε άνθρωπο; Νομίζεις οτί βλέπεις εξωγήινο. Που να σου μιλήσει κιόλας. Η διάλεκτος αυτή είναι πολύ περίεργη, υπάρχει από τότε που γεννήθηκε ο άνθρωπος ατόφια απο’κεινον τον καιρό. Δύσκολα τους γνωρίζεις τους ανθρώπους, δε διακρίνονται εύκολα. Φοβούνται και κρύβονται από τα άλλα ζώα.
 Κάποτε ένα ζώο γνώρισε έναν άνθρωπο και μίλησαν.  Το ζώο δεν άντεξε να μιλαέι με κάποιον που δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Ο νους του ήταν τόσο μικρός που δεν χωρούσε τις σκέψεις του ανθρώπου ή δεν ήθελε να τις χωρέσει. Τελικά έφυγε λέγοντας:
-Τι περίεργα που τα έλεγε ο άνθρωπος. Και όλα αυτά περί αγάπης, συντροφικότητας, μίσους και φθόνου; Τι είναι όλα αυτά; Πιστεύω οτί με ζάλισε με τα λόγια του για να με πάρει με το μέρος του. Δεν είμαι κανας βλάκας όμως. Ξέρω’γω τι λέω, τον εαυτό μου μόνος μου θα τον φτιάξω.
 Αφού καυχήθηκε όσο έπρεπε για να νοιώσει μοναδικός, διέγραψε τα πάντα από το μυαλό του, σαν να μην τον είδε ποτέ. Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι δεν εμφανίζονται και δεν τους θέλει κανείς. Είναι κακό παράδειγμα για τα άλλα ζωά.

ΖΩΑ, Ε, ΖΩΑ!!!!!!

Πόλεμος

Ξυπνάω και κοιτώ γύρω μου. Όλα είχαν αλλάξει. Τα χρώματα, ο φωτισμός, η ζωή. Τα πάντα μελαγχολικά και γκρίζα όπως όταν γεννήθηκα. Ανάβω ένα τσιγάρο και προχωρώ στον θάλαμο που βρισκόταν οι συνάδελφοι μου. Έλειπαν όλοι. Ήμουν μόνος με τα κρεβάτια και το πακέτο τσιγάρα που μου είχε μείνει από την προηγούμενη μέρα. Οι τοίχοι φθαρμένοι και γεμάτοι κόκκινο χρώμα, δεν κατάλαβα γιατί. ‘’Δεν τους άρεσε το άσπρο ψυχιατρικό χρώμα των τοίχων’’, σκέφτηκα. Το τραπεζάκι μπροστά από την πόρτα αναποδογυρισμένο και τα τετράδια που βρίσκονταν πάνω του σκισμένα. Μπαίνω στον δίπλα θάλαμο και βρίσκω τον Χρήστο ξαπλωμένο στο μέσα μέσα κρεβάτι.
-Λουφάρουμε;  του λέω. Δεν έβγαλε άχνα, ακουγόνταν μόνο η ανάσα του βαριά και δίπλα ο άνεμος  που έμπαινε από το σπασμένο παράθυρο. Πάω πιο κοντα του και ακούγεται η τρεμάμενη φωνή του:
-ΠΟΛΕΜΟΣ. Κοντοστέκομαι και σκέφτομαι την λέξη που ξεστόμισε.
-Πόλεμος;  Τον  ρωτάω, μην έχοντας ξεκαθαρίσει ακόμα τι σημαίνει αυτή η λέξη.
-Ήρθαν, μας ξύπνησαν αργά την νύχτα και τους πήραν όλους. Πρέπει να βρίσκονται τώρα στο χώρο διασποράς. Κρύφτηκα εδώ και μέσα στον πανικό τους με ξέχασαν φαίνεται. Φοβάμαι...
-Καλά και εμένα που δεν κρύφτηκα πως με ξέχασαν;
- Ξέρεις τι νομίζω; Μας έχουν κάνει μια ένεση που μας βοηθάει να μένουμε αόρατοι για πολλές ώρες. Μόνο οι δυο μας βλέπουμε ο ένας τον άλλον.
-Ρε συ είσαι καλά;  Ή σου έφυγε απ’την θέση του το μυαλό σου;
-Το είχα ακούσει που το έλεγε ο λοχαγός στους άλλους. Έριξαν κλήρο για το ποιος θα μείνει να φυλάει την ζωή.
-Ποια;
-Το πιο πολύτιμο αγαθό που έχει ο άνθρωπος, τη  ζωή.
-Να υποθέσω οτί ζωή είμαστε εμείς οι δυο;
-Ευτύχως είμαστε και οι δύο νεκροί. Κατάφερα να κρύψω σφαίρες. Ενώ κοιμόσουν πυροδότησα με στόχο την καρδιά σου και ύστερα έβαλα το όπλο στη δική μου και πάτησα την σκανδάλη.
-Μα τότε ποιος πόλεμος, ποια ζώη, γιατί μιλάμε, γιατί καπνίζω; Χρήστο είσαι καλά;
-Δεν καταλαβαίνεις, άρχισε και φώναζε, είμαστε νεκροί, δεν υπάρχουμε πια στον υλικό κόσμο, διαφυλάξαμε τη ζωή αιώνια, για πάντα. Τι άλλλο θέλεις; Είσαι αιώνιος τώρα. Θα μάθεις όλα τα μυστικά.
 Παραλυρούσε και καθόμουν τον άκουγα. Μιλούσε τόση ώρα που βράδιασε πια. Είχε βγάλει από μέσα του όλες τις κρυφές επιθυμίες, όλες του τις ιδέες. Τον έβλεπα σιγά σιγά οτί ένοιωθε όλο και πιο όμορφα και τόσο περισσότερη προσοχή του έδειχνα. Δεν τον έφτασε όμως η ώρα και η αναπνοή του, το τραύμα στην κοιλιά τον είχε διαπερασεί. Ξεψύχησε. Το χαμόγελο στα χείλη του υποδήλωνε την ευτύχια του θανάτου . Έβγαλε τα εσώψυχα του σε έναν καλό ακροατή. Ένοιωσε οτί τον ένοιωσαν, οτί τον πίστεψαν σε μια στιγμή που κανείς  δεν είναι ευτυχής.
 Έσπασα το όπλο, έκαψα την σημαία και τα ακούμπησα δίπλα του. Άναψα τσιγάρο και πέρασα την πύλη. Του άφησα και το υπόλοιπο πακέτο τσιγάρα, έτσι και αλλιώς θα το έκοβα....

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

'Εβρεχε, βρέχει, έβρεξε...

 Έβρεχε και οι σταγόνες έπεφταν παντού. Οι ψιχάλες της βροχής  αυτής ήταν πολύχρωμες και αν σταμάταγες το χρόνο-μόνο έγω το κάνω αυτό-και προσπαθούσες να παρατηρήσεις μία από κοντά, θα έβλεπες μέσα της, εικόνες μιας στιγμής ενός ανθρώπου.Αν ήσουν λίγο έμπειρος σε αυτά, θα καταλάβαινες ότι ήταν τα χαμένα ,τα ανεκπλήρωτα όνειρα του καθενός, που δεν είχε την δύναμη να τα πραγματοποιήσει. Είχε συνηθήσει στην ιδέα της μικρής, μίζερης ζωής του.
 Βρέχει και περπατάω στα δρομάκια, τα μικρά της πόλης της πολύχρωμης. Γύρω μου άνθρωποι περπατούν και δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται. Οι ψιχάλες πέφτουν στα κεφάλια τους, όχι όλες, ο καθένας έχει το δικό του πολύχρωμο σύννεφο και σταματάνε να περπατούν για πάντα. Το κεφάλι τους ανοίγει στα τέσσερα και από μέσα βγαίνουν εικόνες, οι ίδιες που έχουν μέσα οι ψιχάλες. ''Χαμένα, ανεκπλήρωτα όνειρα μονολογώ''. Ακολουθεί θρήνος από τον άνθρωπο που κατάλαβε ότι δεν έκανε στη ζωή του τίποτα από όσα ήθελε και μια κραυγή:''Γιατίιιιι;'' ένα πελώριο γιατί με πενήντα γιώτα. Πέφτουν κάτω και σπαρταράνε από στενοχώρια που δεν ήταν στη ζωή τους αυτό που ήθελαν, που ποτέ δεν άφησαν τον εαυτό τους ελεύθερο. Η εικόνα παραμένει από πάνω τους να υποδηλώνει γιατί αυτός ο άνθρωπος πέθανε. Είναι πολλοί αυτοί, είναι πολλές οι εικόνες.
 Έβρεξε πολύ και ξεθύμανε. Θα μου πεις ποιος;;; Αυτός που θέλησε να βγάλει τους ανθρώπους απ'τη μιζέρια τους. Και να'μαι εγώ περπατάω ακόμα ανάμεσα από εικόνες και νεκρούς. Και να'μαι εγώ που είμαι ελεύθερος.
 Κάποιος που θέλησε να φύγει από την πόλη και να πάει να ζήσει κάπου μόνος, κάποιος που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο αλλά ντρεπόταν να μιλήσει για τις ιδέες του, κάποιος που απλά ήθελε να πει ένα ''αντέ γαμήσου'' στο αφεντικό του και άλλοι πολλοί κείτονται μπρος μου, δίπλα μου με τις εικόνες να τους στιγματίζουν.
 Ανάβω τσιγάρο και περπατάω προς το δάσος. Δεν αντέχω τόσο πόνο. Αναρωτιέμαι, τάχα έγω είμαι ευτυχησμένος; Έχω εκπληρώσει όλα μου τα όνειρα, όλες τις ευχές μου; Γιατί είναι τόσο ελαστικός αυτό(ς) μαζί μου; Πριν προλάβω να σκεφτώ αρχίζεινα βρέχει πάλι. Τρέχω πανικόβλητος να κρυφτώ σε μια σπηλιά απέναντι μου. Μπαίνω μέσα και περιμένω καρτερικά να σταματήσει η βροχή. Πάλι αναρωτιέμαι:΄΄Το δικό μου πολύχρωμο σύννεφο γιατί δεν εμφανίστηκε ούτε τώρα, ούτε πριν;''
 Η βροχή σταμάτησε. Ο ήλιος έχει βγει τώρα και ένα θαυμάσιο ουράνιο τόξο εχει σχηματιστεί.''Πρέπει να κοιμήθηκα''σκέφτομαι. Βγαίνω έξω και βλέπω μια ολοκάθαρη ατμόσφαιρα και τα βρεγμένα  φύλλα των δέντρων να θυμίζουν την χθεσινή μέρα. Περπατάω στο δάσος σκεπτόμενος τα χθεσιινά. ''Σώθηκα ή έμεινα αιώνια δέσμιος σ'αυτή τη γη μόνος μου;'' Καθώς μονολογούσα νοιώθω στο κέντρο του κεφαλιού μου κάτι. Στρέφω το κεφάλι μου προς τα πάνω και σταγόνες κυλούσαν απο το φύλλο ενός δέντρου. Ήταν η τελευταία σταγόνα. Το κεφάλι μου άνοιξε στα τέσσερα και δεκάδες εικόνες ξεχύθηκαν από μέσα. ''Χαμένα, ανεκπλήρωτα όνειρα'' είπα. Στιγμές χαμένες στο χρόνο που τουλάχιστον τώρα είναι ελεύθερες από το στενό μυαλό μου και την μεγάλη καθημερινότητα μου. Έπεσα κάτω , σπαρτάρισα, ούρλιαξα γιατί με πενήντα γιώτα και έμεινα ακίνητος με ανοιχτά τα μάτια.
 Δεν θυμάμαι, δε μπορώ να πω οτί πέθανα, γιατί ακόμα και σήμερα βλέπω αυτές τις εικόνες και ουρλιάζω γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γιατί δεν αφήνομαι ελεύθερος. Ίσως να μην το μάθω ποτέ, ίσως να σπαρταράω σε όλη μου την ζωή από την άγνοια-άνια. Τσιγάρο, κλειδί, τελεία.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

...Και ο μαλάκας μόνος του

Χαλαρός, μα κουρασμένος σε ένα καφέ με μουσική που σου φτιάχνει την διάθεση. Πάλι μόνος μου γιατί δεν αντέχω την βαβούρα των πολλών, πίνω καφέ.Τζούρα.
  ''ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΚΑΡΚΙΝΟ'', απέναντι μου,αλλά καπνίζω σαν να μην τρέχει τίποτα, το απολαμβάνω μπορώ να πω. Γύρω μου άδεια τραπέζια και μπροστά μου η είσοδος, που εύχομαι να την περάσω οταν φεύγω και να βρεθώ σ'ένα ξέφωτο...........Τρέχω τώρα, τρέχω πάνω στη γη και αντικρίζω μπροστά μου πολλές πόρτες. Βλέπω δύο που μου ερεθίζουν την περιέργια και χωρίζομαι στα δυό. Μπαίνω στην άσπρη με τα αγκάθια, αλλά τι να δω με ένα μάτι, τι να αγγίξω με ένα χέρι, τι να νοιώσω χωρίς καρδιά, πεθαίνω. Μπαίνω στη πέτρινη με τα φίδια μα, τι να δω με ένα μάτι, τι να αγγίξω με ένα χέρι, να που νοιώθω κάτι  με την ψεύτικη καρδιά που μου 'χουν βάλει στο αριστερό κομμάτι του στήθους μου.
 Η μουσική  δεν είναι πλέον χαλαρή, έχει αρχίσει και αυτή να χορεύει. Δεν την νοιάζει τίποτα. Ένας ήχος, δύο ήχοι, άπειροι ήχοι που θα κάνουν αυτό που τους ορίζει ο δημιουργός τους.Ακόμα και αυτή που είναι άψυχη, πέρνει διαταγές πως να συμπεριφερθεί.
 Διακρίνεις καθαρά οτί ο κόσμος γύρω έχει πληθύνει και ζωηρέψει. Η συζήτηση έχει γίνει πιο χαρούμενη και καθώς περνάει η ώρα, θα γίνει διεφθαρμένη τα μεσάνυχτα. Θα διαταχτεί, η μουσική, αυτός ο ήχος, να διατάξει τις παρέες να μιλάνε για έρωτα, για γυναίκες και άντρες που είναι ο ένας καβάλα στον άλλον .
 Έτσι περνάει την ώρα του ο άνθρωπος και ο μόνος κάθεται και τον παρακολουθεί. Ο καφές τελειώνει, ο καπνός αιωρήται  ακόμα, η είσοδος απέναντι δεν λέει να μου κάνει το χατίρι, δεν υπάρχει άλλος δρόμος, άλλη πόρτα. Πληρωμή, σκαλάκια, ψηφιδωτό, είσοδος άκαμπτη στην απόφαση της, βγαίνω έξω περπατάω, πετάω;;;;;;;

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

ΖΩΗ

 Όνειρο μιας ζωής, η ζωή.
Από την μια απλή, από την άλλη πολύπλοκη. Δείχνει την αγάπη της , αλλά και το μίσος της σε κάθε άνθρωπο. Βλέπεις είναι θηλυκό και αυτή, σε κάνει ότι θέλει. Μα,και τις όμοιες της μπορεί να τις αγαπήσει ή να τις καταστρέψει. Θα μπορούσα να πω οτί δεν έχει γένος. Ουδέτερη και απρόβλεπτη.  Απλά στο τέλος της έχει ένα -η που ίσως την προδίδει.Όπως και να'χει είναι δύσκολη,σκληρη,μα και γλυκιά.Γεύεσαι αυτά που σου προσφέρει και δε λες τίποτα. Αν όμως σε πειράξει, μιλάς σε όλους για τα κατορθώματα της.
 Γιατί; Δεν είναι το ίδιο ε; Το άγγιγμα του κακού της εαυτού είναι το χειρότερο. Δεν συγκρίνεται με τις ευχαριστίες που σου δίνει απλόχερα.
 Στα δύσκολα ζητάς βοήθεια, μα στα όμορφα ούτε καν που σκέφτεσαι να την μοιραστείς.
 Καλά να περνάς,
       Ζωή!