Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Το Διήγημα: Σεξ με αέρα feat.Orange machine station



 Το όνομα μου είναι Κρήνος, Μπάμπης Κρήνος. Η ιστορία είναι απλή αλλά περίεργη. Βρίσκομαι σε ένα μοτέλ κάπου στην Αθηνάς ξαπλωμένος σε αυτό που λέμε κρεβάτι, αλλά για την στιγμή το ονομάζω λίμνη αίματος και περιμένω να συνέλθω από το σοκ. Το κεφάλι μου πονάει φριχτά, σαν να με έχει χτυπήσει ουρακοτάγκος τεραστίων διαστάσεων και στο χέρι μου , συγκεκριμένα στον ώμο, υπάρχει μια ‘’μέλισσα’’ 3mm. Το δωμάτιο είναι μπουρδέλο, αν και τα σημερινά μπουρδέλα δεν δικαιολογούν αυτή την φράση, και ο φωτισμός του έντονος, μου χαλάει την ηρεμία των ματιών.
 Είχα πάει από το μπαρ της Φωτεινής στο Μοναστηράκι να πιω το καθιερωμένο βραδινό ποτό. Η τρύπα αυτή με καλούσε κάθε νύχτα. Ήταν σαν μια ηλεκτρική σκούπα που ρουφάει όλα τα σκουπίδια. Μπαίνω, λοιπόν, παραγγέλνω και αράζω στη μπάρα. Μετά από λίγη ώρα μπαίνει στο μαγαζί μια γυναίκα, από αυτές τις διαστημικές. Το τσαντάκι της ανεμίζει γύρω γύρω και το κεφάλι της κινείται αριστερά, δεξιά , ξεκάθαρο δείγμα ότι ψάχνει παρέα. Τελικά προχωράει προς το μέρος μου και θρονιάζεται δίπλα. Το φόρεμα της είναι μαύρο και καθόλου διακριτικό στα σημεία του στήθους και των ποδιών. Επίσης με το μακιγιάζ έχει τονίσει τα μάτια και τα χείλη της. Με εντυπωσιάζουν οι ασημί μπότες της που καλύπτουν σχεδόν τα κάτω άκρα, τα οποία είναι ατέλειωτα. Χωρίς πολλές ντροπές αρχίζουμε το μπλα μπλα. Ήξερα τι ήθελε από την αρχή.
 Μετά από αρκετές ώρες και αφού είχαμε πιει 5-6 ποτά ο καθένας κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο, σαν δύο μεθυσμένοι φίλοι, αγκαλιασμένοι και γελώντας. Βγαίνοντας στο δρόμο η σκληρή μα καθόλου άσχημη πραγματικότητα μας συνάντησε. Αλλοδαπές γυναίκες που περίμεναν κάποιον για να βγάλουν το νυχτοκάματο και παιδιά που έπαιρναν την δόση τους ήταν οι πρώτες εικόνες. Όμως ξέραμε προς τα που να κινήσουμε. Στο πρώτο βρώμικο και φθηνό μοτέλ για να ξεκαυλανιάσουμε.
 Βρήκαμε λοιπόν το δρόμο μας και μπουκάραμε στο χώρο που περιέγραψα στην αρχή. Νοικιάζουμε ένα δωμάτιο για λίγες ώρες και κάνουμε την είσοδο μας στο ασανσέρ. Χαμούρεμα, ζαλάδα, 3ος όροφος. Βρίσκουμε το δωμάτιο που μας αντιστοιχούσε και μπαίνουμε.
-Που με έφερες ρε...;
-Μπάμπης μωρό μου, Μπάμπης Κρήνος. Και σε έφερα εκεί που ήθελες.
-Ναι αυτή είναι η αλήθεια, εδώ ήθελα να με φέρεις.
-Εγώ θα σε λέω Ούμπι. Σε πειράζει;
-Καθόλου, αρκεί να μείνω ευχαριστημένη.
Ετοίμαζα τα ποτάκια και νοιώθω τα χέρια της Ούμπι  χαμηλά, έτοιμα για χτύπημα κάτω από την ζώνη.
Χωρίς αναστολές, μου τον πιάνει ξεδιάντροπα και αρχίζει να με γδύνει.  Σε λίγα δευτερόλεπτα είμαστε και οι δύο γυμνοί μπροστά από τον καθρέπτη του δωματίου και πειραζόμαστε. Κάποια στιγμή, που ήμασταν στην οριζόντια θέση συνειδητοποιώ, την τύχη μου μέσα, ότι δεν έχω προφυλακτικά. Για μια στιγμή το ποτό και οι ορμές θόλωσαν το μυαλό μου και σκέφτηκα, «δεν πάω πουθενά», αλλά έπειτα η φωνή της μάνας μου, σχετικά με την υπογραφή και το πέος μου, με έκανε να ανασηκωθώ ταχύτατα.
-Γρήγορα, δεν αντέχω, μου λέει με πνιχτή φωνή. Βγαίνω από το δωμάτιο μεθυσμένος και κόκκινος από την όλη φάση.
 -Εεεεε, που πας συ ρε; μου λέει ο άντρας στη ρεσεψιόν.
-Έρχομαι, έρχομαι, φωνάζω.
  Βρίσκομαι λοιπόν στην οδό Αθηνάς ψάχνοντας περίπτερο. Κοιτάζω γύρω μου αλλά δεν φαίνονταν να υπάρχει κάτι εκεί κοντά. Αρχίζω και περπατάω κατά μήκος της οδού αλαφιασμένος. Καθώς πήγαινα συνειδητοποίησα ότι κάτι δεν κολλούσε στο σκηνικό. Γυρνάω προς όλες τις κατευθύνσεις σαν χαμένος και μένω έκπληκτος. Όλα είχαν γυρίσει τούμπα. Ναι, όλα ανάποδα. Σπίτια, δέντρα, αμάξια, οι άνθρωποι περπατούσαν με το κεφάλι.
«Τι παίχτηκε εδώ ρε πούστη μου» , σκέφτομαι. «Τόσο πολύ έχω πιεί». Μπροστά μου, στα 200μ., ένα ανάποδο περίπτερο με το άνοιγμα του ταμείου προς τα πάνω. «Πόσο έχω πιεί;» «Καλά, τόσο μαλάκας είμαι;» σκέφτομαι πάλι. Όπως σκεφτόμουν, ξαφνικά, εμφανίζεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος, περπάταγε ακόμα με τα πόδια όπως και εγώ.
-Επ, είσαι και εσύ κανονικός ακόμα, μου λέει με φοβισμένο βλέμμα.
-Ε, ναι. Παράξενο;
-Καλά, δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου;
-Τι γίνεται; του λέω για να τσεκάρω αν είμαι καλά.
-Όλα αιωρούνται. Και πράγματι όλα ήταν στον αέρα και όχι ανάποδα, απλά έτυχε να δω αρκετά από αυτά ανάποδα.
-Ναι ε; Τι λες; Και γιατί εμείς δεν αιωρούμαστε; Μήπως είμαστε οι μαλάκες της υπόθεσης;
-Σσσς, μη μας ακούσουν και μας αεροποιήσουν.
-Τι να μας κάνουν; Να μας αερογαμήσουν; Η επίδραση του αλκοοοοοοόλ ήταν πλέον στο κορύφωμα.
-Έχουν βάλει σε όλα ένα ειδικό αέριο για να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα. Πάντα μέχρι τα 50μ.. Αν ανεβάσουν το όριο τα πάντα θα σκάσουν και θα χαθεί ο κόσμος.
-Μήπως να το παίξω Μίστερ Κρίνομαν να τα γαμήσω όλα να κατέβουν;
-Χμμ, δεν είναι εύκολο, δεν ξέρω, πάω να κρυφτώ, κρύψου και εσύ γεια. Και έφυγε πανικοβλημένος.
 «Ρε γαμώ τα πάντα, ένα γαμισάκι έβαλα μπροστά και θα μου το βγάλουν ξινό οι καριόληδες, οι αερογαμιάδες»; σκέφτηκα. Άρχισα να φωνάζω στον περιπτερά γιατί νόμιζα ότι όλα ήταν ένα όνειρο.
-Εεε, μπορείτε να μου πετάξετε ένα κουτάκι προφυλακτικά;
-Έχεις αερολεφτά ή θα μου τα πρήξεις και εσύ στο παρακαλητό; Και άρχισε να με κοροϊδεύει με φωνή πεντάχρονου παιδιού: -Εεε, σας παρακαλώ μια πίστωση...
Πωπω και άλλος αερομαλάκας, είπα από μέσα μου.
-Τι είναι αυτά πάλι;
-Όπως το ακούς, χρήματα που αιωρούνται, πάνε εκείνα τα παλιά είναι άχρηστα.
-Ρεεε πέτα μου ένα γαμημένο κουτάκι μην ανέβω απάνω.
-Χα χα, προσπάθησε.
Ε, ρε που έμπλεξα,  είπα. Δε γαμιέται, θα κάνω την δουλειά μου χωρίς προφυλακτικό αν υπάρχει ακόμα η γκόμενα και δεν έχει γίνει φουσκωτή και αυτή.

Διαφήμιση
«Είστε καυλιάρης; Θέλετε διαρκώς να κάνετε έρωτα; Να χύνετε όλο τον ντουνιά; Τι σας φταίνε οι άλλοι; Γαμήστε άφοβα με προφυλακτικά «Παράδεισος». Πρώτα ο συνάνθρωπος...»

 Προχωρούσα προς το μοτέλ και όλα γύρω μου πετούσαν. Έφτασα στην είσοδο και ξαφνικά άρχισα να πέφτω. Δεν θα γαμήσω σκέφτηκα. Κατέληξα κάπου και έχασα τις αισθήσεις μου. Παφφφφφφ....
 Όταν ξύπνησα ήμουν στο δωμάτιο του φθηνού, βρώμικου μοτέλ που όλα άρχισαν. Σίγουρα δεν γάμησα και πιο σίγουρα δεν θα γαμούσα ποτέ. Ρούχα, πορτοφόλια και γκόμενα εξαφανισμένα. Προφανώς με είχε πυροβολήσει και χτυπήσει με κάποιο γυναικείο σιδερικό. Μετά από αρκετή προσπάθεια σηκώθηκα, τύλιξα το σεντόνι γύρω μου, αγρίεψα την έκφραση μου, σαν να μην τρέχει τίποτα, και ξεκίνησα για το τσαρδί μου. Ο ήλιος είχε ανατείλει και κάτι μου έλεγε ότι δεν είναι η μέρα μου σήμερα.
  Περπάτησα αρκετή ώρα μέχρι να φτάσω στη στάση του τρόλεϊ. Οι περαστικοί με προσπέρναγαν σαν να ήμουν σακούλα με σκατά. Η αλήθεια ήταν πως ήμουν γεμάτος με κόκκινο υγρό, το σεντόνι είχε γίνει σαν ρωμαϊκός μανδύας, εμένα μου άρεσε. Έκατσα στην σιδερένια κατασκευή της στάσης και περίμενα, γι ’αυτό εξάλλου είχα διαλέξει το τρόλεϊ, ήθελα να περιμένω πολύ. Η ζάλη μου από την αιμορραγία δεν μου επέτρεπε και πολλές κινήσεις.
 Κάποια στιγμή ένοιωσα απόλυτη ησυχία γύρω μου, ήμουν εγώ και η στάση ή έτσι νόμιζα. Το πορτοκαλί τέρας με τα δύο κέρατα δεν φαινόταν πουθενά. Αργούσε πολύ και η ευτυχία με κατέκλυζε. Είχα ανάγκη να ηρεμήσω μετά από αυτή την τρελή νύχτα. Τότε ήταν που έγινε.
-Το τρόλεϊ και εσείς; άκουσα μια φωνή δίπλα μου και δεξιά. Χωρίς να κοιτάξω απάντησα
.-Εεε, όχι ακριβώς.
-Εδώ είναι η στάση του 5, για να ξέρετε.
-Ξέρω, ξέρω. Περιμένω..., του είπα. Καλά ποιος περιμένει το τρόλεϊ, ενώ υπάρχει το τρένο, που με συνδυασμό με ένα ποδήλατο πας εκεί που θες πολύ γρήγορα, σκέφτηκα.
-Για να μην περιμένετε άδικα σας το λέω.
-Τι άδικα ρε γαμώ; Περιμένω σου λέω. Τι άλλο να πω πιο ξεκάθαρο, είπα από μέσα μου, περιμένω.
-Μήπως έχει απεργία σήμερα; είπε η φωνή. Μήπως χτύπησε ο οδηγός; Ένα χαμόγελο κρυφό έσκασε στο στόμα μου και σκέφτηκα «να, η ευκαιρία».
-Ναι, άκουσα ότι έχει απεργία, ναι, μήπως και με παρατήσει η εκνευριστική φωνή.
-Παλιάνθρωποι, κάθε μέρα κάτι σκαρφίζονται για να μην δουλέψουν. Θα περιμένω και εγώ μαζί σας, θα γνωριστούμε καλύτερα. Σπανίζει αυτό στις μέρες μας. Η συζήτηση με τον συνάνθρωπο εννοώ.
 Τότε ήταν που έσπασα, λύγισα ρε παιδί μου. Ήθελα να γυρίσω το κεφάλι μου από την αριστερή μεριά και να δω το τρόλεϊ ή από την δεξιά και να έχει εξαφανιστεί όποιος και να ‘ταν δίπλα μου. Μάζεψα όση δύναμη είχα και ούρλιαξα.
-Ρε γαμημένε, βλέπεις να’ χω όρεξη για κουβεντούλα; Περιμένω σου είπα. Δεν είπα τίποτα άλλο. Τίποτα που να προδίδει την κοινωνικότητα μου ή την φιλική μου διάθεση. Άντε και γαμήσου. Και κάνω την κίνηση προς τα δεξιά. Κανείς, τίποτα. Μόνος μου στο παγκάκι της κατασκευής. Κάποιος με δουλεύει. Σηκώθηκα και έψαχνα σαν τρελός πίσω από την στάση, πάνω στα δέντρα, στα παρκαρισμένα αμάξια, τίποτα. Επίσης είχε βραδιάσει, ο ήλιος είχε εξαφανιστεί, αλλά οι αισθήσεις μου, μου έλεγαν ότι μόλις έκατσα. Όλα έδειχναν ότι κάτι δεν πάει καλά. «Λες να είναι έτσι όταν πεθαίνεις,» σκέφτηκα. Σηκώθηκα από την στάση, περπάτησα μέχρι να φτάσω το βατραχάκι απέναντι, έβγαλα ένα παγωτό από την τσέπη μου, το χάιδεψα, καβάλησα το πόνυ μου και καλπάσαμε μέχρι την επόμενη στάση. Σίγουρα είχα πεθάνει, δεν το αρνούμαι. Το όνομα μου ήταν Κρήνος, Μπάμπης Κρήνος και όλα αυτά μεταξύ μας






1 σχόλιο:

  1. μπραβο πολύ ωραίο χαχαχαχα! μου άρεσε πολύ η ανατροπή με το ανάποδα και το τέλος. μπράβο!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή