Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

'Εβρεχε, βρέχει, έβρεξε...

 Έβρεχε και οι σταγόνες έπεφταν παντού. Οι ψιχάλες της βροχής  αυτής ήταν πολύχρωμες και αν σταμάταγες το χρόνο-μόνο έγω το κάνω αυτό-και προσπαθούσες να παρατηρήσεις μία από κοντά, θα έβλεπες μέσα της, εικόνες μιας στιγμής ενός ανθρώπου.Αν ήσουν λίγο έμπειρος σε αυτά, θα καταλάβαινες ότι ήταν τα χαμένα ,τα ανεκπλήρωτα όνειρα του καθενός, που δεν είχε την δύναμη να τα πραγματοποιήσει. Είχε συνηθήσει στην ιδέα της μικρής, μίζερης ζωής του.
 Βρέχει και περπατάω στα δρομάκια, τα μικρά της πόλης της πολύχρωμης. Γύρω μου άνθρωποι περπατούν και δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται. Οι ψιχάλες πέφτουν στα κεφάλια τους, όχι όλες, ο καθένας έχει το δικό του πολύχρωμο σύννεφο και σταματάνε να περπατούν για πάντα. Το κεφάλι τους ανοίγει στα τέσσερα και από μέσα βγαίνουν εικόνες, οι ίδιες που έχουν μέσα οι ψιχάλες. ''Χαμένα, ανεκπλήρωτα όνειρα μονολογώ''. Ακολουθεί θρήνος από τον άνθρωπο που κατάλαβε ότι δεν έκανε στη ζωή του τίποτα από όσα ήθελε και μια κραυγή:''Γιατίιιιι;'' ένα πελώριο γιατί με πενήντα γιώτα. Πέφτουν κάτω και σπαρταράνε από στενοχώρια που δεν ήταν στη ζωή τους αυτό που ήθελαν, που ποτέ δεν άφησαν τον εαυτό τους ελεύθερο. Η εικόνα παραμένει από πάνω τους να υποδηλώνει γιατί αυτός ο άνθρωπος πέθανε. Είναι πολλοί αυτοί, είναι πολλές οι εικόνες.
 Έβρεξε πολύ και ξεθύμανε. Θα μου πεις ποιος;;; Αυτός που θέλησε να βγάλει τους ανθρώπους απ'τη μιζέρια τους. Και να'μαι εγώ περπατάω ακόμα ανάμεσα από εικόνες και νεκρούς. Και να'μαι εγώ που είμαι ελεύθερος.
 Κάποιος που θέλησε να φύγει από την πόλη και να πάει να ζήσει κάπου μόνος, κάποιος που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο αλλά ντρεπόταν να μιλήσει για τις ιδέες του, κάποιος που απλά ήθελε να πει ένα ''αντέ γαμήσου'' στο αφεντικό του και άλλοι πολλοί κείτονται μπρος μου, δίπλα μου με τις εικόνες να τους στιγματίζουν.
 Ανάβω τσιγάρο και περπατάω προς το δάσος. Δεν αντέχω τόσο πόνο. Αναρωτιέμαι, τάχα έγω είμαι ευτυχησμένος; Έχω εκπληρώσει όλα μου τα όνειρα, όλες τις ευχές μου; Γιατί είναι τόσο ελαστικός αυτό(ς) μαζί μου; Πριν προλάβω να σκεφτώ αρχίζεινα βρέχει πάλι. Τρέχω πανικόβλητος να κρυφτώ σε μια σπηλιά απέναντι μου. Μπαίνω μέσα και περιμένω καρτερικά να σταματήσει η βροχή. Πάλι αναρωτιέμαι:΄΄Το δικό μου πολύχρωμο σύννεφο γιατί δεν εμφανίστηκε ούτε τώρα, ούτε πριν;''
 Η βροχή σταμάτησε. Ο ήλιος έχει βγει τώρα και ένα θαυμάσιο ουράνιο τόξο εχει σχηματιστεί.''Πρέπει να κοιμήθηκα''σκέφτομαι. Βγαίνω έξω και βλέπω μια ολοκάθαρη ατμόσφαιρα και τα βρεγμένα  φύλλα των δέντρων να θυμίζουν την χθεσινή μέρα. Περπατάω στο δάσος σκεπτόμενος τα χθεσιινά. ''Σώθηκα ή έμεινα αιώνια δέσμιος σ'αυτή τη γη μόνος μου;'' Καθώς μονολογούσα νοιώθω στο κέντρο του κεφαλιού μου κάτι. Στρέφω το κεφάλι μου προς τα πάνω και σταγόνες κυλούσαν απο το φύλλο ενός δέντρου. Ήταν η τελευταία σταγόνα. Το κεφάλι μου άνοιξε στα τέσσερα και δεκάδες εικόνες ξεχύθηκαν από μέσα. ''Χαμένα, ανεκπλήρωτα όνειρα'' είπα. Στιγμές χαμένες στο χρόνο που τουλάχιστον τώρα είναι ελεύθερες από το στενό μυαλό μου και την μεγάλη καθημερινότητα μου. Έπεσα κάτω , σπαρτάρισα, ούρλιαξα γιατί με πενήντα γιώτα και έμεινα ακίνητος με ανοιχτά τα μάτια.
 Δεν θυμάμαι, δε μπορώ να πω οτί πέθανα, γιατί ακόμα και σήμερα βλέπω αυτές τις εικόνες και ουρλιάζω γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γιατί δεν αφήνομαι ελεύθερος. Ίσως να μην το μάθω ποτέ, ίσως να σπαρταράω σε όλη μου την ζωή από την άγνοια-άνια. Τσιγάρο, κλειδί, τελεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου