Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Πόλεμος

Ξυπνάω και κοιτώ γύρω μου. Όλα είχαν αλλάξει. Τα χρώματα, ο φωτισμός, η ζωή. Τα πάντα μελαγχολικά και γκρίζα όπως όταν γεννήθηκα. Ανάβω ένα τσιγάρο και προχωρώ στον θάλαμο που βρισκόταν οι συνάδελφοι μου. Έλειπαν όλοι. Ήμουν μόνος με τα κρεβάτια και το πακέτο τσιγάρα που μου είχε μείνει από την προηγούμενη μέρα. Οι τοίχοι φθαρμένοι και γεμάτοι κόκκινο χρώμα, δεν κατάλαβα γιατί. ‘’Δεν τους άρεσε το άσπρο ψυχιατρικό χρώμα των τοίχων’’, σκέφτηκα. Το τραπεζάκι μπροστά από την πόρτα αναποδογυρισμένο και τα τετράδια που βρίσκονταν πάνω του σκισμένα. Μπαίνω στον δίπλα θάλαμο και βρίσκω τον Χρήστο ξαπλωμένο στο μέσα μέσα κρεβάτι.
-Λουφάρουμε;  του λέω. Δεν έβγαλε άχνα, ακουγόνταν μόνο η ανάσα του βαριά και δίπλα ο άνεμος  που έμπαινε από το σπασμένο παράθυρο. Πάω πιο κοντα του και ακούγεται η τρεμάμενη φωνή του:
-ΠΟΛΕΜΟΣ. Κοντοστέκομαι και σκέφτομαι την λέξη που ξεστόμισε.
-Πόλεμος;  Τον  ρωτάω, μην έχοντας ξεκαθαρίσει ακόμα τι σημαίνει αυτή η λέξη.
-Ήρθαν, μας ξύπνησαν αργά την νύχτα και τους πήραν όλους. Πρέπει να βρίσκονται τώρα στο χώρο διασποράς. Κρύφτηκα εδώ και μέσα στον πανικό τους με ξέχασαν φαίνεται. Φοβάμαι...
-Καλά και εμένα που δεν κρύφτηκα πως με ξέχασαν;
- Ξέρεις τι νομίζω; Μας έχουν κάνει μια ένεση που μας βοηθάει να μένουμε αόρατοι για πολλές ώρες. Μόνο οι δυο μας βλέπουμε ο ένας τον άλλον.
-Ρε συ είσαι καλά;  Ή σου έφυγε απ’την θέση του το μυαλό σου;
-Το είχα ακούσει που το έλεγε ο λοχαγός στους άλλους. Έριξαν κλήρο για το ποιος θα μείνει να φυλάει την ζωή.
-Ποια;
-Το πιο πολύτιμο αγαθό που έχει ο άνθρωπος, τη  ζωή.
-Να υποθέσω οτί ζωή είμαστε εμείς οι δυο;
-Ευτύχως είμαστε και οι δύο νεκροί. Κατάφερα να κρύψω σφαίρες. Ενώ κοιμόσουν πυροδότησα με στόχο την καρδιά σου και ύστερα έβαλα το όπλο στη δική μου και πάτησα την σκανδάλη.
-Μα τότε ποιος πόλεμος, ποια ζώη, γιατί μιλάμε, γιατί καπνίζω; Χρήστο είσαι καλά;
-Δεν καταλαβαίνεις, άρχισε και φώναζε, είμαστε νεκροί, δεν υπάρχουμε πια στον υλικό κόσμο, διαφυλάξαμε τη ζωή αιώνια, για πάντα. Τι άλλλο θέλεις; Είσαι αιώνιος τώρα. Θα μάθεις όλα τα μυστικά.
 Παραλυρούσε και καθόμουν τον άκουγα. Μιλούσε τόση ώρα που βράδιασε πια. Είχε βγάλει από μέσα του όλες τις κρυφές επιθυμίες, όλες του τις ιδέες. Τον έβλεπα σιγά σιγά οτί ένοιωθε όλο και πιο όμορφα και τόσο περισσότερη προσοχή του έδειχνα. Δεν τον έφτασε όμως η ώρα και η αναπνοή του, το τραύμα στην κοιλιά τον είχε διαπερασεί. Ξεψύχησε. Το χαμόγελο στα χείλη του υποδήλωνε την ευτύχια του θανάτου . Έβγαλε τα εσώψυχα του σε έναν καλό ακροατή. Ένοιωσε οτί τον ένοιωσαν, οτί τον πίστεψαν σε μια στιγμή που κανείς  δεν είναι ευτυχής.
 Έσπασα το όπλο, έκαψα την σημαία και τα ακούμπησα δίπλα του. Άναψα τσιγάρο και πέρασα την πύλη. Του άφησα και το υπόλοιπο πακέτο τσιγάρα, έτσι και αλλιώς θα το έκοβα....

1 σχόλιο: